σκυλακοτροφία

σκυλακοτροφία
και ιων. τ. σκυλακοτροφίη, ἡ, Α [σκυλακοτρόφος]
η εκτροφή και η αγωγή τών μικρών σκύλων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σκυλακοτροφίας — σκυλακοτροφίᾱς , σκυλακοτροφία breeding fem acc pl σκυλακοτροφίᾱς , σκυλακοτροφία breeding fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυλακοτροφίη — σκυλακοτροφία breeding fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυλακοτροφίην — σκυλακοτροφία breeding fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυλακοτροφικός — ή, όν, Α [σκυλακοτρόφος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σκυλακοτροφία* 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ σκυλακοτροφική (ενν. τέχνη) η τέχνη τής εκτροφής μικρών σκύλων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”